- κακοζώητος
- -η, -οπου ζει ή που έζησε κακή (ταλαίπωρη) ζωή, ο κακοπερασμένος, κακοζωισμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοζώητος — η, ο [κακοζώ] αυτός που ζει μέσα σε στερήσεις, αυτός που ζει φτωχή και άθλια ζωή … Dictionary of Greek